αμφίσβαινα

αμφίσβαινα
(amphisbaena).Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των αμφισβαινιδών. Ζουν σε περιοχές της τροπικής Αμερικής μέσα σε σωρούς κοπριάς ή σε υπόγειες φωλιές τερμιτών. Δεν έχουν πόδια και το δέρμα τους είναι μαλακό, καλυμμένο με τετράγωνες φολίδες τοποθετημένες σε δακτυλίους γύρω από το σώμα τους. Χαρακτηριστικότερος αντιπρόσωπος είναι η α. η λευκή,που είναι και το μεγαλύτερο είδος με μήκος 60 εκ. και πάχος 1 εκ.
* * *
ἀμφίσβαινα, η (Α)
1. είδος ερπετού που θεωρείται ότι έρπει ή προς τα εμπρός ή προς τα πίσω
2. (στον πληθ. ως επίθ.) αἱ ἀμφίσβαιναι
οι φλέβες που συνδέουν το στέρνο με τα γεννητικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία ερπετού τού οποίου η κεφαλή και η ουρά έμοιαζαν και έδινε την εντύπωση πως μπορούσε να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις, και εμπρός και πίσω. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τα στοιχεία ἀμφὶς + βαίνω + -αινα (κατάλ. θηλ. ονομ. ζώων μύραινα, δράκαινα κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφίσβαινα — serpent fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβαίνας — ἀμφισβαίνᾱς , ἀμφίσβαινα serpent fem acc pl ἀμφισβαίνᾱς , ἀμφίσβαινα serpent fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβαινῶν — ἀμφίσβαινα serpent fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβαίνης — ἀμφίσβαινα serpent fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβαίνῃ — ἀμφίσβαινα serpent fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίσβαιναι — ἀμφίσβαινα serpent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίσβαιναν — ἀμφίσβαινα serpent fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anfisbena — (Del lat. amphisbaena < gr. amphisbaina < amphi, ambos lados + baino, ir.) ► sustantivo femenino 1 Reptil que entre los antiguos se consideraba fantástico: ■ en la antigüedad se atribuían propiedades maravillosas a la anfisbena. 2 ZOOLOGÍA… …   Enciclopedia Universal

  • αμφίς — ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α) Ι. επίρρ. 1. και στα δύο μέρη 2. ολόγυρα 3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά 4. μεταξύ ΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί 1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα 2. όσον αφορά 3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • anfisbena — (Del lat. amphisbaena, y este del gr. ἀμφίσβαινα). 1. f. Reptil del que los antiguos contaban fábulas y prodigios. No se sabe a punto fijo a cuál de los animales hoy conocidos corresponde. 2. Zool. Reptil saurio, sin patas, lo cual hace que se… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”